- τολουιφόρο
- το, Νβοτ. ονομασία ενός είδους τού γένους μυρόξυλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. toluifer < tolu- (< ισπ. tolu < Santiago de Tolu, τοπωνύμιο τής Κολομβίας) + -ifer (< λατ. -fer < fero «φέρω») με απόδοση τού β' συνθετικού με το -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.